- χάφτας
- ο1) обжора; 2) ротозей, зевака, разиня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάφτας — ο, θηλ. χάφτισσα, τ. αρσ. πληθ. χάφτες και χάφτηδες Ν 1. αυτός που χάφτει λαίμαργα το φαγητό του, λαίμαργος, χαφτανάς 2. μτφ. α) πνευματικά νωθρός, ανόητος β) εύπιστος γ) άπληστος, σφετεριστής δ) το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών που εκμεταλλεύεται … Dictionary of Greek
χάφτας — ο πληθ. χάφτες και χάφτηδες, θηλ. χάφτισσα 1. αυτός που χάβει λαίμαργα το φαΐ του. 2. αυτός που ιδιοποιείται τα ξένα. 3. αυτός που χάβει ό,τι του λένε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάφτης — ο 1. χάφτας. 2. είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)